βαρύς, -ιά, κ. βαριός, -ιά, -ιό, επίθ. [<αρχ. βαρύς], βαρύς. 1. που είναι σοβαρός και λιγομίλητος: «έτσι βαρύς είναι από γεννησιμιού του». 2. που είναι ακατάδεχτος: «πολύ βαρύς είναι ο φίλος σου». 3. που δεν είναι ευχάριστος, διαχυτικός, ο δύσθυμος, ο θλιμμένος: «καθόταν βαρύς και σκεφτικός στο βάθος του μπαρ». 4. που είναι δύστροπος, στρυφνός: «δεν τον κάνει κανείς παρέα, γιατί είναι βαρύς άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: σου ’παν πως είμαι μπελαλής, άντρας βαρύς και ντερτιλής).5. που δεν μπορεί κανείς να ανεχθεί: «τα λόγια του ήταν βαριά προσβολή γι’ αυτόν». 6. που είναι πολύ αυστηρός: «ήταν βαριά η ποινή που του επέβαλε το δικαστήριο». 7α. που είναι βραδυκίνητος, δυσκίνητος: «δεν μπορεί να κάνει πιο γρήγορα, γιατί είναι βαρύς ο άνθρωπος». β. που είναι χοντρός, που ζυγίζει πολλά κιλά: «δεν μπορώ να τον σηκώσω, γιατί είναι βαρύς». 8. που δεν μπορεί κανείς να αντέξει, που είναι δυσβάσταχτος: «είναι βαριά η μπότα του κατακτητή». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είναι το σφάλμα μου βαρύ, βαριά όμως τα σίδερα, βαριά κι η φυλακή). 9. (γενικά) ό,τι δεν μπορεί κανείς να αντέξει, ό,τι είναι δυσβάσταχτο: «βαριά χρέη || βαριά φορολογία || βαρύς πόνος || βαρύς καημός». 10. το θηλ. ως ουσ. η βαριά (βλ. λ.). Επίρρ. βαριά. (Ακολουθούν 65 φρ.)·
- αλλάξαμε βαριά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- αλλάξαμε βαριές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- βαρέων βαρών, βλ. λ. βάρος·
- βαριά αρρώστια, βλ. λ. αρρώστια·
- βαριά ατμόσφαιρα, βλ. λ. ατμόσφαιρα·
- βαριά βαριά, α. σιγά σιγά και με κόπο. (Λαϊκό τραγούδι: αργά αργά, βαριά βαριά ακούω στο σκοτάδι το κουρασμένο βήμα σου να σέρνεται κάθε βράδυ, κάθε βράδυ). β. (για ζύγισμα) και με το παραπάνω: «οι ντομάτες είναι τρία κιλά βαριά βαριά»·
- βαριά δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- βαριά δουλειά η καλογερική, βλ. λ. δουλειά·
- βαριά η καλογερική, βλ. λ. καλογερική·
- βαριά η καλογερική μ’ ασήκωτος ο γάμος, βλ. λ. καλογερική·
- βαριά μυρουδιά, βλ. λ. μυρουδιά·
- βαριά ρούχα, βλ. λ. ρούχο·
- βαριά φανέλα, βλ. λ. φανέλα·
- βαρύ γήπεδο, βλ. λ. γήπεδο·
- βαρύ γλυκός, (για καφέ), βλ. λ. γλυκός·
- βαρύ κι ασήκωτο (για κάτι), που δεν μπορεί κανείς να το υποφέρει, να το υπομένει: «είναι βαρύ κι ασήκωτο το πάθος μου γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: είναι βαριά κι ασήκωτα τα λάθη τα δικά μου κι αν γέλασα καμιά φορά θα ’ταν στα όνειρά μου
- βαρύ κλίμα, βλ. λ. κλίμα·
- βαρύ λάθος, βλ. λ. λάθος·
- βαρύ μου πέφτει, βλ. φρ. μου πέφτει βαρύ·
- βαρύ πεπόνι, βλ. λ. πεπόνι·
- βαρύ πυροβολικό, α. δεινός αγορητής, ιδίως πολιτικού κόμματος: «ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε το βαρύ πυροβολικό του ΠΑ.ΣΟ.Κ.». β. (γενικά) ενέργεια ή μέτρο, ιδίως όχι αρεστό, που όμως θεωρείται πολύ αποτελεσματικό: «αν δεν καθίσεις φρόνιμα, θα βάλω μπροστά το βαρύ πυροβολικό και θα σε σπάσω στο ξύλο»·
- βαρύ σφάλμα, βλ. λ. σφάλμα·
- βαρύ τσιγάρο, βλ. λ. τσιγάρο·
- βαρύ φαΐ, βλ. λ. φαΐ·
- βαρύς κι ασήκωτος, α. (για πρόσωπα) άντρας πάρα πολύ σκληρός, άντρας πάρα πολύ σοβαρός και αμίλητος: «δεν τον κάνει κανένας μας παρέα, γιατί είναι βαρύς κι ασήκωτος». β. (για κάτι) που δεν μπορεί κανείς να το υποφέρει, να το υπομένει: «είναι βαρύς κι ασήκωτος ο καημός, όταν χάνεις αγαπημένο σου άνθρωπο»·
- βαρύς μάγκας, βλ. λ. βαρύμαγκας·
- βαρύς ουρανός, βλ. λ. ουρανός·
- βαρύς ύπνος, βλ. λ. ύπνος·
- βαρύς φόρος αίματος, βλ. λ. φόρος·
- βαρύς χειμώνας, βλ. λ. χειμώνας·
- δίνω βαρύ όρκο, βλ. λ. όρκος·
- είναι βαριά νυχτωμένος, βλ. λ. νυχτωμένος·
- είναι βαρύς στ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- είναι γλυκός σαν το μέλι και βαρύς σαν τ’ αλάτι, βλ. λ. μέλι·
- είπαμε βαριά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε βαριές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- έχει βαρύ κόκαλο, βλ. λ. κόκαλο·
- έχει βαρύ μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχει βαρύ τιμόνι, βλ. λ. τιμόνι·
- έχει βαρύ χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχω βαρύ κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχω βαρύ στομάχι, βλ. λ. στομάχι·
- κάνω το βαρύ, προσποιούμαι το σκληρό, το σοβαρό, το λιγομίλητο, προσποιούμαι τον ακατάδεχτο: «όταν δε μου φέρεται κάποιος καλά, κάνω κι εγώ το βαρύ και τον προσπερνάω». (Λαϊκό τραγούδι: σκέψου λοιπόν προτού να γίνει το κακό, τότε μιαν άλλη θα ’χω βρει και θα σου κάνω το βαρύ και συ θα λες πού να ’σαι αγόρι μου γλυκό // Κατερίνα, Κατερίνα! Μη μας κάνεις τη βαριά. Με την τσαχπινιά μου τα ’φαγες κακιά, Κατερίνα Θεσσαλονικιά!
- κοιμάμαι βαριά, δεν ξυπνώ εύκολα: «όταν είμαι πολύ κουρασμένος, κοιμάμαι βαριά». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί, παιδί μου, δεν ακούς; τόσο βαριά κοιμάσαι; εστέρεψε το δάκρυ μου, μα συ δε με λυπάσαι
- μας κάνει το βαρύ ή μου κάνει το βαρύ, προσποιείται το σκληρό, το σοβαρό και λιγομίλητο, προσποιείται τον ακατάδεχτο: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, μας κάνει το βαρύ». (Λαϊκό τραγούδι: πότε μου φέρεσαι καλά πότε τα κάνεις χάλια, πότε μας κάνεις το βαρύ και θέλεις παρακάλια). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μας κάνει το βαρύ κι ασήκωτο ή μου κάνει το βαρύ κι ασήκωτο, προσποιείται τον πάρα πολύ σκληρό, σοβαρό και λιγομίλητο: «όσο ήταν φτωχός, όλο κολλούσε στην παρέα μας, και τώρα που τα κονόμησε, μας κάνει το βαρύ κι ασήκωτο». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μας κάνει το βαρύ πεπόνι ή μου κάνει το βαρύ πεπόνι βλ. λ. πεπόνι·
- με βαριά καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- με βαριά ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- μου ’πεσε βαρύ, α. (για φαγητά) μου δημιούργησε πρόβλημα στο στομάχι: «το φαγητό ήταν πολύ νόστιμο κι έφαγα πολύ, όμως μου ’πεσε βαρύ». β. (για πράγματα) αποδείχτηκε βαρύ για τις δυνάμεις μου: «νόμισα πως μπορούσα να σηκώσω μονάχος μου το κιβώτιο, αλλά μου ’πεσε βαρύ και το παράτησα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κάπως· βλ. και φρ. μου πέφτει βαρύ·
- μου πέφτει βαρύ, δεν μπορώ να ενεργήσω με αυτόν το συγκεκριμένο σκληρό τρόπο, γιατί είναι έξω από τη φιλοσοφία μου ή την ψυχοσύνθεσή μου: «μου πέφτει βαρύ να τον κλείσω φυλακή για μερικά ψωροευρώ || δεν μπορώ ν’ αφήσω αβοήθητο το φίλο μου, γιατί μου πέφτει βαρύ». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κάπως· βλ. και φρ. μου ’πεσε βαρύ· 
- μου ’ρθε βαρύ, στενοχωρήθηκα πολύ, πικράθηκα: «μου ’ρθε βαρύ που ενήργησαν χωρίς να ζητήσουν και τη δική μου γνώμη»·
- μου ’ρχεται βαρύ, βλ. φρ. μου πέφτει βαρύ·
-  μου φαίνεται βαρύ, βλ. φρ. μου πέφτει βαρύ·
- νιώθω βαριά τα βλέφαρά μου, βλ. λ. βλέφαρο·
- νιώθω τα πόδια μου βαριά σαν μολύβι, βλ. λ. πόδι·
- ο πολλά βαρύς, άντρας πολύ σκληρός, σοβαρός και λιγομίλητος. (Λαϊκό τραγούδι: του άντρα του πολλά βαρύ, μη του μιλάτε το πρωί)·
- παίρνω βαρύ όρκο, βλ. λ. όρκος·
- πέφτει βαρύς ο πέλεκυς του νόμου, βλ. λ. νόμος·
- πολλά βαρύ, τρόπος ψησίματος του καφέ·
- πολλά βαρύ και όχι, τρόπος ψησίματος του καφέ·
- το παίζει βαρύ πεπόνι, βλ. λ. πεπόνι·
- το παίζει βαρύς, βλ. φρ. μας κάνει το βαρύ·
- το παίζει βαρύς κι ασήκωτος, βλ. φρ. μας κάνει το βαρύ κι ασήκωτο·
- το παίρνω βαριά, θίγομαι, στενοχωριέμαι βαθύτατα από τα λόγια ή τις ενέργειες κάποιου: «το πήρε βαριά με κείνα που είπες για την αδερφή του»·
- το φέρνω βαριά ή το φέρω βαρέως, βλ. φρ. το παίρνω βαριά·
- του γαϊδάρου η ουρά είναι πιο βαριά απ’ το γάιδαρο, βλ. λ. γάιδαρος.